- σινδογενής
- -ές, Ααυτός που έχει παραχθεί κοντά στον Ινδό ποταμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. sindhus, ονομ. τού ποταμού Ινδού + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σινδογενοῦς — Σινδογενής Indus produced masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek